Περσίς

Περσίς
Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό χαρακτήρα και κλίμα. Το παραθαλάσσιο μέρος είναι ζεστό και αμμώδες, με ελάχιστη βλάστηση εκτός από χουρμαδιές, οι κάτοικοι είναι αραιοί, και δεν υπάρχουν καλά λιμάνια. Σε απόσταση 80 χλμ. από την ακτή υψώνεται μια οροσειρά που οδηγεί σε εσωτερικές κοιλάδες. Εκεί το κλίμα είναι εύκρατο και το έδαφος εύφορο, γιατί ποτίζεται από ποτάμια και λίμνες. Το τρίτο, βορειότερο μέρος ανήκει στο κεντρικό οροπέδιο, ακόμη υψηλότερο, που τον χειμώνα είναι ψυχρότερο. Δεν είναι τεκμηριωμένα τα ακριβή περιστατικά και η ακριβής ημερομηνία της κατοχής της Π. από τους Πέρσες. Πιθανώς πήραν το όνομά τους επειδή έμειναν στη χώρα Παρσουά, N της λίμνης Ουρμίας. Οικάτοικοι της Π. θεωρούνταν ως ηγετική τάξη της Περσικής αυτοκρατορίας και εξαιρούνταν από τη φορολογία.
* * *
-ίδος, ἡ, ΜΑ
1. (ως επίθ.) περσική (α. «Περσὶς δὲ χώρη», Ηρόδ.
β. «τῆς Περσίδος γλώσσης», Θουκ.)
2. ως ουσ. α) η Περσίδα, η κάτοικος τής Περσίας, αυτή που κατάγεται από την Περσία
β) η Περσία
αρχ.
ως ουσ. περσικό ένδυμα, ιμάτιο («οἱ μὲν καλοῡσι Περσίδ' οἱ δὲ καννάκην», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + επίθημα -ίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Περσίς — Persis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρσις — πέρσῑς , πέρσις sacking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέρσις sacking fem nom sg πέρσις sacking fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… …   Dictionary of Greek

  • πέρσιν — πέρσις sacking fem acc sg πέρσις sacking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδα — Περσίς Persis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδας — Περσίς Persis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδες — Περσίς Persis fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδι — Περσίς Persis fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδος — Περσίς Persis fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”